- ἐπιπλημμύρω
- ἐπιπλημμύρω [pron. full] [ῡ],A overflow, τιOpp.H.1.465:—also[suff] ἐπιπληκτ-έω,
τῇ θαλάττῃ Philostr.Im.2.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ θαλάττῃ Philostr.Im.2.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.